απιστια

απιστια
    ἀπιστία
    ἀ-πιστία
    ион. ἀπιστίη ἥ реже pl.
    1) неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.
    2) недостоверность, неправдоподобие Xen.
    

πολλέν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Isocr. — это крайне сомнительно

    3) неясность исхода, ненадежность, превратность
    

(πολέμου Isocr.)

    4) неверность, вероломство
    

(πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απιστια" в других словарях:

  • ἀπιστία — ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc/acc dual ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …   Dictionary of Greek

  • ἀπιστίᾳ — ἀπιστίαι , ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απιστία — η 1. δυσπιστία: Είχε μιαν απιστία σ όλους γενικά τους ανθρώπους. 2. το να μην πιστεύει κανείς στο Θεό: Εδώ και μερικά χρόνια τον έχει κυριέψει η απιστία. 3. παραβίαση της συζυγικής πίστης: Έλεγαν ότι έκανε απιστίες στη γυναίκα του. 4. αδίκημα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπιστίας — ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem acc pl ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίαι — ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίαν — ἀπιστίᾱν , ἀπιστία unbelief fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστιῶν — ἀπιστία unbelief fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίαις — ἀπιστία unbelief fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίη — ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίην — ἀπιστία unbelief fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»